- ὠτίς
- ὠτίς, ίδος, ἡ, ([etym.] οὖς)A bustard, Otis tarda, X.An.1.5.2sq., Arist.HA 509a4, al., Ael.NA5.24, Opp.C.2.407; cf. οὐτίς, ὀτίς.II μυὸς ὠτίς, v. μυοσωτίς.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὠτίς — bustard fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωτίς — ίδος, η, / ὠτίς, ΝΜΑ βλ. ωτίδα … Dictionary of Greek
ὠτίδα — ὠτίς bustard fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτίδας — ὠτίς bustard fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτίδες — ὠτίς bustard fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτίδι — ὠτίς bustard fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτίδος — ὠτίς bustard fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτίδων — ὠτίς bustard fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτίσιν — ὠτίς bustard fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λασιώτις — λασιῶτις, ιδος, ἡ (Α) (για περιοχή) κατάφυτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + κατάλ. ῶτις (πρβλ. δενδρ ώτις, ηπειρ ώτις)] … Dictionary of Greek
φλοιώτις — ώτιδος, ἡ, Α αυτή που αποτελείται ή καλύπτεται από φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλοιός + κατάλ. ῶτις, θηλ. τής κατάλ. ώτης (πρβλ. πατρι ῶτις, στρατι ῶτις)] … Dictionary of Greek